- αφέψημα
- το, -ατοςτο προϊόν του βρασμού κάποιας φυτικής ουσίας μέσα στο νερό, το ζεστό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφέψημα — decoction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφέψημα — το (Α ἀφέψημα) [αφέψω] το προϊόν του βρασμού φυτικής ουσίας, το ζεστό … Dictionary of Greek
ἀφεψημάτων — ἀφέψημα decoction neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήμασι — ἀφέψημα decoction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήμασιν — ἀφέψημα decoction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήματα — ἀφέψημα decoction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήματι — ἀφέψημα decoction neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήματος — ἀφέψημα decoction neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
εναφέψω — ἐναφέψω (Α) 1. βράζω μέσα σε νερό βότανο ή άλλο φάρμακο, παρασκευάζω αφέψημα 2. μέσ. (για βότανα) λαμβάνομαι ως αφέψημα («μυρσίνης ἐναφεψημένος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek